- αὐταρέσκου
- αὐτάρεσκοςself-satisfiedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυταρέσκεια — η (AM αὐταρέσκεια) [αυτάρεσκος] η ιδιότητα του αυτάρεσκου … Dictionary of Greek
ναρκισσεύομαι — αυτοθαυμάζομαι, όπως ο Νάρκισσος, επιδεικνύω αυταρέσκεια, είμαι αυτάρεσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Νάρκισσος, όν. μυθικού αυτάρεσκου νέου] … Dictionary of Greek